Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εμπίπτω εις

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * και μυλών, ο (ΑΜ μυλών, ῶνος και μύλων, ωνος, Μ και μύλωνας) το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος,… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

  • ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπίπτω — ΜΑ πέφτω ανάμεσα, εμπίπτω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον αρχ. (σχετικά με προγόνους) ανάγομαι σε πολλούς μαζί («εἰς ὅν ἁ τᾱς Ἑλλάδος εὐγένεια ἐν τοῑς μάλιστα συνδιαπείπτει», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπίπτω «πέφτω ανάμεσα»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμπίπτω — Α [ἐμπίπτω] 1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί 3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως 4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.) 5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο 6 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»